banker

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
banker bankers

Ουσιαστικό

banker (en)

  1. (επάγγελμα) ο τραπεζίτης (διευθυντής τράπεζας)
  2. αυτός που ανταλλάσσει συνάλλαγμα
     συνώνυμα: money changer
  3. αυτός που κρατάει την μπάνκα σε ένα τυχερό παιχνίδι
  4. λίθινος πάγκος πάνω στον οποίο δουλεύει ένας λιθοξόος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.