τρακαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τρακαδόρος | οι | τρακαδόροι |
| γενική | του | τρακαδόρου | των | τρακαδόρων |
| αιτιατική | τον | τρακαδόρο | τους | τρακαδόρους |
| κλητική | τρακαδόρε | τρακαδόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾa.kaˈðo.ɾos/
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τράκα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.