τζαμπατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζαμπατζής οι τζαμπατζήδες
      γενική του τζαμπατζή των τζαμπατζήδων
    αιτιατική τον τζαμπατζή τους τζαμπατζήδες
     κλητική τζαμπατζή τζαμπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τζαμπατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική çabacı + . Δείτε και çaba

Προφορά

ΔΦΑ : /d͡za.baˈd͡zis/

Ουσιαστικό

τζαμπατζής αρσενικό (θηλυκό: τζαμπατζού)

  1. (μειωτικό) που συστηματικά προσπαθεί να αποκτήσει ή να απολαύσει κάτι δωρεάν, τζάμπα, χωρίς να πληρώσει
    • (ειδικότερα) που παρακολουθεί μια παράσταση, συναυλία χωρίς να έχει πληρώσει εισιτήριο, αλλά με πρόσκληση ή συνοδεύοντας κάποιον
  2. (μειωτικό) που προτιμάει φτηνιάρικα πράγματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.