crunch

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
crunch (en)
- το κριτσάνισμα (ο ήχος)
- η κρίση, κρίσιμο σημείο
- η άσκηση για τους κοιλιακούς (sit-up) όπου το κατώτερο τμήμα της πλάτης δεν απομακρύνεται από το έδαφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.