τρίκυκλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρίκυκλο τα τρίκυκλα
      γενική του τρίκυκλου
& τρικύκλου
των τρίκυκλων
& τρικύκλων
    αιτιατική το τρίκυκλο τα τρίκυκλα
     κλητική τρίκυκλο τρίκυκλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρίκυκλο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική tricycle < αρχαία ελληνική τρι- + κύκλος

Ουσιαστικό

τρίκυκλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.