τουρίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουρίστρια οι τουρίστριες
      γενική της τουρίστριας των τουριστριών
    αιτιατική την τουρίστρια τις τουρίστριες
     κλητική τουρίστρια τουρίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τουρίστρια < αγγλική tourist ή γαλλική touriste < tour, « γύρος », « περιήγηση »

Ουσιαστικό

τουρίστρια /tu.'ɾi.stɾia/ θηλυκό (πληθυντικός : τουρίστριες)

  1. η γυναίκα που ταξιδεύει για ευχαρίστηση ή διακοπές κι όχι για δουλειά
  2. η περιηγήτρια, η ταξιδεύτρια

Συνώνυμα

αλλά και

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.