τουρίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τουρίστας | οι | τουρίστες |
| γενική | του | τουρίστα | των | τουριστών |
| αιτιατική | τον | τουρίστα | τους | τουρίστες |
| κλητική | τουρίστα | τουρίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /tuˈɾi.stas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : του‐ρί‐στας
Ουσιαστικό
τουρίστας αρσενικό (θηλυκό τουρίστρια)
- αυτός που ταξιδεύει για ευχαρίστηση ή διακοπές κι όχι για δουλειά
- ※ Τα μεσημέρια είχε δουλειά μόνο τα καλοκαίρια που έρχονταν οι τουρίστες. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
- ο περιηγητής, ο ταξιδιώτης
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τουρίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.