τουριστριούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουριστριούλα οι τουριστριούλες
      γενική της τουριστριούλας
    αιτιατική την τουριστριούλα τις τουριστριούλες
     κλητική τουριστριούλα τουριστριούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τουριστριούλα < τουρίστρια + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

τουριστριούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.