τοπάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τοπάρχης | οι | τοπάρχες |
| γενική | του | τοπάρχη | των | τοπαρχών |
| αιτιατική | τον | τοπάρχη | τους | τοπάρχες |
| κλητική | τοπάρχη | τοπάρχες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοπάρχης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τοπάρχης[1] < τόπος + -άρχης
Ουσιαστικό
τοπάρχης αρσενικό
- διοικητής συγκεκριμένης περιφέρειας, επαρχίας
- (κατ' επέκταση) ισχυρός τοπικός παράγοντας, προύχοντας, προεστός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τοπάρχης
|
|
Αναφορές
- τοπάρχης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.