τοπαρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τοπαρχία | οι | τοπαρχίες |
| γενική | της | τοπαρχίας | των | τοπαρχιών |
| αιτιατική | την | τοπαρχία | τις | τοπαρχίες |
| κλητική | τοπαρχία | τοπαρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοπαρχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τοπαρχία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τοπαρχία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.