τοιχοκολλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τοιχοκολλώ < τοίχος + -ο- + κολλώ[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική afficher[2])

Ρήμα

τοιχοκολλώ, πρτ.: τοιχοκολλούσα, στ.μέλλ.: θα τοιχοκολλήσω, αόρ.: τοιχοκόλλησα, παθ.φωνή: τοιχοκολλούμαι, μτχ.π.π.: τοιχοκολλημένος

  • τοιχοκολλάω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. τοιχοκολλώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τοιχοκολλώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.