τοιχοκολλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
τοιχοκολλώ, πρτ.: τοιχοκολλούσα, στ.μέλλ.: θα τοιχοκολλήσω, αόρ.: τοιχοκόλλησα, παθ.φωνή: τοιχοκολλούμαι, μτχ.π.π.: τοιχοκολλημένος
- κολλάω σε τοίχους κάποια ανακοίνωση, αναγγελία κ.λπ. ή αφίσες διαφημιστικού, πολιτικού ή άλλου περιεχομένου
- τοιχοκολλάω
Συγγενικά
- ατοιχοκόλλητα
- ατοιχοκόλλητος
- τοιχοκόλλημα
- τοιχοκολλημένος
- τοιχοκόλληση
- τοιχοκολλητής
- τοιχοκολλητός
- τοιχοκολλήτρα
- → δείτε τις λέξεις τοίχος και κόλλα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τοιχοκολλώ | τοιχοκολλούσα | θα τοιχοκολλώ | να τοιχοκολλώ | τοιχοκολλώντας | |
| β' ενικ. | τοιχοκολλείς | τοιχοκολλούσες | θα τοιχοκολλείς | να τοιχοκολλείς | (τοιχοκόλλει) | |
| γ' ενικ. | τοιχοκολλεί | τοιχοκολλούσε | θα τοιχοκολλεί | να τοιχοκολλεί | ||
| α' πληθ. | τοιχοκολλούμε | τοιχοκολλούσαμε | θα τοιχοκολλούμε | να τοιχοκολλούμε | ||
| β' πληθ. | τοιχοκολλείτε | τοιχοκολλούσατε | θα τοιχοκολλείτε | να τοιχοκολλείτε | τοιχοκολλείτε | |
| γ' πληθ. | τοιχοκολλούν(ε) | τοιχοκολλούσαν(ε) | θα τοιχοκολλούν(ε) | να τοιχοκολλούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τοιχοκόλλησα | θα τοιχοκολλήσω | να τοιχοκολλήσω | τοιχοκολλήσει | ||
| β' ενικ. | τοιχοκόλλησες | θα τοιχοκολλήσεις | να τοιχοκολλήσεις | τοιχοκόλλησε | ||
| γ' ενικ. | τοιχοκόλλησε | θα τοιχοκολλήσει | να τοιχοκολλήσει | |||
| α' πληθ. | τοιχοκολλήσαμε | θα τοιχοκολλήσουμε | να τοιχοκολλήσουμε | |||
| β' πληθ. | τοιχοκολλήσατε | θα τοιχοκολλήσετε | να τοιχοκολλήσετε | τοιχοκολλήστε | ||
| γ' πληθ. | τοιχοκόλλησαν τοιχοκολλήσαν(ε) |
θα τοιχοκολλήσουν(ε) | να τοιχοκολλήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τοιχοκολλήσει | είχα τοιχοκολλήσει | θα έχω τοιχοκολλήσει | να έχω τοιχοκολλήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τοιχοκολλήσει | είχες τοιχοκολλήσει | θα έχεις τοιχοκολλήσει | να έχεις τοιχοκολλήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τοιχοκολλήσει | είχε τοιχοκολλήσει | θα έχει τοιχοκολλήσει | να έχει τοιχοκολλήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τοιχοκολλήσει | είχαμε τοιχοκολλήσει | θα έχουμε τοιχοκολλήσει | να έχουμε τοιχοκολλήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τοιχοκολλήσει | είχατε τοιχοκολλήσει | θα έχετε τοιχοκολλήσει | να έχετε τοιχοκολλήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τοιχοκολλήσει | είχαν τοιχοκολλήσει | θα έχουν τοιχοκολλήσει | να έχουν τοιχοκολλήσει |
| |
Μεταφράσεις
- τοιχοκολλώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τοιχοκολλώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.