τοιχοκολλητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τοιχοκολλητής οι τοιχοκολλητές
      γενική του τοιχοκολλητή των τοιχοκολλητών
    αιτιατική τον τοιχοκολλητή τους τοιχοκολλητές
     κλητική τοιχοκολλητή τοιχοκολλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοιχοκολλητής < τοιχοκολλώ + -ητής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική afficheur[1])

Ουσιαστικό

τοιχοκολλητής αρσενικό (θηλυκό τοιχοκολλήτρα)

  • (επάγγελμα, παρωχημένο) άνθρωπος που τοιχοκολλά αγγελίες, διαφημίσεις, ανακοινώσεις κ.λπ.
      Φέρων τὴν κλίμακά του ὑπὸ μάλης ἦλθε τοιχοκολλητής τις διὰ νὰ κολλήσῃ εἰς τὸν ἀντικρὺ τοῦ ἀρτοποιείου τοῖχον εἰδοποίησιν τῆς Δημαρχίας , ὁρίζουσαν τὴν χορηγητέαν εἰς τοὺς ἀγοραστὰς μερίδα τοῦ κρέατος τῶν σφαζομένων ζώων (Ανατόλ Φρανς, Οι θεοί διψούν, Εκδοτικά Καταστήματα «Εθνικού Κήρυκος», 1922, σελ. 39)
      Το 1983 χορηγήθηκαν επαγγελματικές ταυτότητες σε μισθωτούς δεκάδων επαγγελμάτων σε όλη τη χώρα : Στην Αθήνα και Πειραιά σε 33 επαγγέλματα (κτίστου, υποδηματεργάτου, κουρέως, τοιχοκολλητού, βαφέως, λατόμου, κ.ά.) (Ειρήνη Λούβρου, Ελλάδα 1936-1944: δικτατορία - κατοχή - αντίσταση, Μορφωτικό Ινστιτούτο ΑΤΕ, 1989, σελ. 179

Μεταφράσεις

  1. τοιχοκολλητής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.