ατοιχοκόλλητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατοιχοκόλλητος η ατοιχοκόλλητη το ατοιχοκόλλητο
      γενική του ατοιχοκόλλητου της ατοιχοκόλλητης του ατοιχοκόλλητου
    αιτιατική τον ατοιχοκόλλητο την ατοιχοκόλλητη το ατοιχοκόλλητο
     κλητική ατοιχοκόλλητε ατοιχοκόλλητη ατοιχοκόλλητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατοιχοκόλλητοι οι ατοιχοκόλλητες τα ατοιχοκόλλητα
      γενική των ατοιχοκόλλητων των ατοιχοκόλλητων των ατοιχοκόλλητων
    αιτιατική τους ατοιχοκόλλητους τις ατοιχοκόλλητες τα ατοιχοκόλλητα
     κλητική ατοιχοκόλλητοι ατοιχοκόλλητες ατοιχοκόλλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατοιχοκόλλητος < α- + τοιχοκολλώ + -τος

Επίθετο

ατοιχοκόλλητος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.