τοιχισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοιχισμένος η τοιχισμένη το τοιχισμένο
      γενική του τοιχισμένου της τοιχισμένης του τοιχισμένου
    αιτιατική τον τοιχισμένο την τοιχισμένη το τοιχισμένο
     κλητική τοιχισμένε τοιχισμένη τοιχισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοιχισμένοι οι τοιχισμένες τα τοιχισμένα
      γενική των τοιχισμένων των τοιχισμένων των τοιχισμένων
    αιτιατική τους τοιχισμένους τις τοιχισμένες τα τοιχισμένα
     κλητική τοιχισμένοι τοιχισμένες τοιχισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τοιχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τοιχίζω

Μετοχή

τοιχισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.