χίλιοι

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

χίλιοι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χίλιοι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈçi.ʎi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χίλιοι
παρώνυμο: χείλη

Αριθμητικό

χίλιοι (μόνο στον πληθυντικό)

  1. που είναι αριθμητικά δέκα φορές το εκατό
  2. (συνεκδοχικά) πάρα πολλοί
      Τον βλέπαμε αραιά και με χίλιες προφυλάξεις. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χίλιοι < θέμα χιλ και χηλ και χελλ και χειλ

Αριθμητικό

χίλιοι, χίλιαι, χίλια (μόνο στον πληθυντικό)

  • που είναι αριθμητικά δέκα φορές το εκατό
    χίλιαι δραχμαί
    ἡμέραι δὲ ἐκ τῶν μηνῶν τούτων χίλιαι πεντήκοντα
    καὶ καταγίζουσι λιβανωτοῦ χίλια τάλαντα ἔτεος ἑκάστου
    ἐπιτελέοντες πλεῦνες χιλίων ἀνδρῶν
    ἔπεσε τὸ θέητρον, καὶ ἐζημίωσάν μιν ὡς ἀναμνήσαντα οἰκήια κακὰ χιλίῃσι δραχμῇσι, καὶ ἐπέταξαν μηδένα χρᾶσθαι τούτῳ τῷ δράματι
    νεῶν τῶν ἐκ τῆς Ἀσίης, ἐουσέων ἑπτὰ καὶ διηκοσιέων καὶ χιλιέων
    καὶ προαιρήσεται χιλίας μᾶλλον δραχμὰς ἀποτεῖσαι τῷ δημοσίῳ

Σημειώσεις

  • το θηλ.: στη γενική πληθ. απαντά χιλιῶν και χιλιέων ίσως και χιλίων, η δοτική χιλίασιν και χιλίαισι και αργότερα χιλίαις
  • το θηλυκό σταδιακά ουσιαστικοποιήθκε: περὶ χιλιῶν ἐκινδυνεύομεν, εἰ καταψευδόμενοι ταῦτ᾽ ἐφαινόμεθα (μας απειλούν με πρόστιμο χιλίων)
  • χιλίη ἵππος (χίλια άλογα) και τὴν ἵππον τὴν χιλίην και ἵππον ἔχω εἰς χιλίαν
  • στον Όμηρο απαντά μόνον το ουδέτερο: χίλια μέτρα, χίλια πυρά

Παράγωγα

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.