χιλιετία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χιλιετία | οι | χιλιετίες |
| γενική | της | χιλιετίας | των | χιλιετιών |
| αιτιατική | τη | χιλιετία | τις | χιλιετίες |
| κλητική | χιλιετία | χιλιετίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χιλιετία < μεσαιωνική ελληνική χιλιετία < χιλιετής < αρχαία ελληνική χιλιετής / χιλιέτης < χίλιοι + ἔτος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
χιλιετία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.