τιτανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τιτανικός η τιτανική το τιτανικό
      γενική του τιτανικού της τιτανικής του τιτανικού
    αιτιατική τον τιτανικό την τιτανική το τιτανικό
     κλητική τιτανικέ τιτανική τιτανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τιτανικοί οι τιτανικές τα τιτανικά
      γενική των τιτανικών των τιτανικών των τιτανικών
    αιτιατική τους τιτανικούς τις τιτανικές τα τιτανικά
     κλητική τιτανικοί τιτανικές τιτανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τιτανικός < Τιτάνας < Τιτάν

Επίθετο

τιτανικός

  1. που αναφέρει στους Τιτάνες
  2. που έχει τεράστιες διαστάσεις και δυνάμεις, υπερμεγέθης, πελώριος, γιγάντιος
  3. εντυπωσιακός αλλά καταδικασμένος
    μεγάλη παραγωγή, πολλά έξοδα, αλλά ήταν τιτανικός (βούλιαξε ως επιχείρηση)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.