τιμωρητέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τιμωρητέος | η | τιμωρητέα | το | τιμωρητέο |
| γενική | του | τιμωρητέου | της | τιμωρητέας | του | τιμωρητέου |
| αιτιατική | τον | τιμωρητέο | την | τιμωρητέα | το | τιμωρητέο |
| κλητική | τιμωρητέε | τιμωρητέα | τιμωρητέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τιμωρητέοι | οι | τιμωρητέες | τα | τιμωρητέα |
| γενική | των | τιμωρητέων | των | τιμωρητέων | των | τιμωρητέων |
| αιτιατική | τους | τιμωρητέους | τις | τιμωρητέες | τα | τιμωρητέα |
| κλητική | τιμωρητέοι | τιμωρητέες | τιμωρητέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τιμωρητέος < αρχαία ελληνική τιμωρητέος
Μεταφράσεις
τιμωρητέος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.