τιμάριθμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τιμάριθμος | οι | τιμάριθμοι |
| γενική | του | τιμάριθμου & τιμαρίθμου |
των | τιμάριθμων & τιμαρίθμων |
| αιτιατική | τον | τιμάριθμο | τους | τιμάριθμους & τιμαρίθμους |
| κλητική | τιμάριθμε | τιμάριθμοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τιμάριθμος < τιμή + αριθμός + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Wertzahl[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική price index[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /tiˈma.ɾi.θmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τι‐μά‐ριθ‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : τι‐μά‐ρι‐θμος
Ουσιαστικό
τιμάριθμος αρσενικό
- (οικονομία) δείκτης για τη μέτρηση του κόστους της διαβίωσης, που βασίζεται στις μεταβολές των τιμών των αγαθών ανάμεσα σε δύο χρονικές περιόδους
- ↪ άνοδος / πτώση του τιμάριθμου
- ※ Ανησυχητική παραμένει ωστόσο η άνοδος του πληθωρισμού στα τρόφιμα και μη αλκοολούχα, κατά 11,6%, από 11,4% τον Απρίλιο, με ρυθμό τετραπλάσιο από τον εθνικό τιμάριθμο. (www.efsyn.gr, 10.06.2023)
Συγγενικά
- τιμαριθμικός
- τιμαριθμοποίηση
- τιμαριθμοποιώ
- → δείτε τις λέξεις τιμή και αριθμός
- δείκτης τιμών
- πληθωρισμός
Μεταφράσεις
- τιμάριθμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.