τηρήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τηρήτρια | οι | τηρήτριες |
| γενική | της | τηρήτριας | των | τηρητριών |
| αιτιατική | την | τηρήτρια | τις | τηρήτριες |
| κλητική | τηρήτρια | τηρήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τηρήτρια < ελληνιστική κοινή τηρήτρια < τηρητής + κατάληξη θηλυκού -τρια < αρχαία ελληνική τηρέω
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τηρητής
τηρήτρια
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τηρήτριᾰ | αἱ | τηρήτριαι | ||||
| γενική | τῆς | τηρητρίᾱς | τῶν | τηρητριῶν | ||||
| δοτική | τῇ | τηρητρίᾳ | ταῖς | τηρητρίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | τηρήτριᾰν | τὰς | τηρητρίᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | τηρήτριᾰ | τηρήτριαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τηρητρίᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | τηρητρίαιν | ||||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- τηρήτρια < τηρητ(ής) + κατάληξη θηλυκού -τρια < αρχαία ελληνική τηρέω
Πηγές
- τηρήτρια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.