τηρητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τηρητής οι τηρητές
      γενική του τηρητή των τηρητών
    αιτιατική τον τηρητή τους τηρητές
     κλητική τηρητή τηρητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τηρητής < ελληνιστική κοινή τηρητής < αρχαία ελληνική τηρέω

Ουσιαστικό

τηρητής αρσενικό (θηλυκό τηρήτρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.