τηλεχειριζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τηλεχειριζόμενος | η | τηλεχειριζόμενη | το | τηλεχειριζόμενο |
| γενική | του | τηλεχειριζόμενου | της | τηλεχειριζόμενης | του | τηλεχειριζόμενου |
| αιτιατική | τον | τηλεχειριζόμενο | την | τηλεχειριζόμενη | το | τηλεχειριζόμενο |
| κλητική | τηλεχειριζόμενε | τηλεχειριζόμενη | τηλεχειριζόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τηλεχειριζόμενοι | οι | τηλεχειριζόμενες | τα | τηλεχειριζόμενα |
| γενική | των | τηλεχειριζόμενων | των | τηλεχειριζόμενων | των | τηλεχειριζόμενων |
| αιτιατική | τους | τηλεχειριζόμενους | τις | τηλεχειριζόμενες | τα | τηλεχειριζόμενα |
| κλητική | τηλεχειριζόμενοι | τηλεχειριζόμενες | τηλεχειριζόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
τηλεχειριζόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.