τηλεσκοπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τηλεσκοπικός η τηλεσκοπική το τηλεσκοπικό
      γενική του τηλεσκοπικού της τηλεσκοπικής του τηλεσκοπικού
    αιτιατική τον τηλεσκοπικό την τηλεσκοπική το τηλεσκοπικό
     κλητική τηλεσκοπικέ τηλεσκοπική τηλεσκοπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τηλεσκοπικοί οι τηλεσκοπικές τα τηλεσκοπικά
      γενική των τηλεσκοπικών των τηλεσκοπικών των τηλεσκοπικών
    αιτιατική τους τηλεσκοπικούς τις τηλεσκοπικές τα τηλεσκοπικά
     κλητική τηλεσκοπικοί τηλεσκοπικές τηλεσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τηλεσκοπικός < τηλεσκόπιο

Επίθετο

τηλεσκοπικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το τηλεσκόπιο
  2. που είναι κατασκευασμένος από κυλινδρικά μέρη διαφορετικής διατομής κατά τρόπο ώστε το ένα μέρος να μπορεί να συμπτύσσεται μέσα στο άλλο και επομένως το μήκος του συνόλου να αυξομειώνεται
    τηλεσκοπική κεραία
     συνώνυμα: πτυσσόμενος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.