τηλεσκοπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τηλεσκοπικός | η | τηλεσκοπική | το | τηλεσκοπικό |
| γενική | του | τηλεσκοπικού | της | τηλεσκοπικής | του | τηλεσκοπικού |
| αιτιατική | τον | τηλεσκοπικό | την | τηλεσκοπική | το | τηλεσκοπικό |
| κλητική | τηλεσκοπικέ | τηλεσκοπική | τηλεσκοπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τηλεσκοπικοί | οι | τηλεσκοπικές | τα | τηλεσκοπικά |
| γενική | των | τηλεσκοπικών | των | τηλεσκοπικών | των | τηλεσκοπικών |
| αιτιατική | τους | τηλεσκοπικούς | τις | τηλεσκοπικές | τα | τηλεσκοπικά |
| κλητική | τηλεσκοπικοί | τηλεσκοπικές | τηλεσκοπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τηλεσκοπικός < τηλεσκόπιο
Επίθετο
τηλεσκοπικός, -ή, -ό
- σχετικός με το τηλεσκόπιο
- που είναι κατασκευασμένος από κυλινδρικά μέρη διαφορετικής διατομής κατά τρόπο ώστε το ένα μέρος να μπορεί να συμπτύσσεται μέσα στο άλλο και επομένως το μήκος του συνόλου να αυξομειώνεται
- τηλεσκοπική κεραία
Μεταφράσεις
τηλεσκοπικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.