τηλεσκοπικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τηλεσκοπικά < τηλεσκοπικός + -ά
Μεταφράσεις
τηλεσκοπικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τηλεσκοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τηλεσκοπικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.