τηλεργασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεργασία οι τηλεργασίες
      γενική της τηλεργασίας των τηλεργασιών
    αιτιατική την τηλεργασία τις τηλεργασίες
     κλητική τηλεργασία τηλεργασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τηλεργασία < τηλε- + εργασία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική teleworking)

Ουσιαστικό

τηλεργασία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • τηλεργασία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.