τηγανιστών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τηγανιστών
- γενική πληθυντικού του τηγανιστός
- γενική πληθυντικού του τηγανιστή
- γενική πληθυντικού του τηγανιστό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.