τζιτζί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζιτζί τα τζιτζιά
      γενική του τζιτζιού
    αιτιατική το τζιτζί τα τζιτζιά
     κλητική τζιτζί τζιτζιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τζιτζί < τουρκική cici (όμορφο) < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

τζιτζί ουδέτερο

  1. (οικείο) (λαϊκότροπο) (αργκό) όμορφο
    • Το αυτοκίνητο ήταν τζιτζί. Μεταχειρισμένο, αλλά «φυσούσε». Ο νέος ιδιοκτήτης ενθουσιασμένος. Είχε δικαιωθεί η επιλογή του. (*)
  2. (βρεφική γλώσσα) το βυζί

Συνώνυμα

Επίρρημα

τζιτζί

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.