λαθραναγνώστης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαθραναγνώστης οι λαθραναγνώστες
      γενική του λαθραναγνώστη των λαθραναγνωστών
    αιτιατική τον λαθραναγνώστη τους λαθραναγνώστες
     κλητική λαθραναγνώστη λαθραναγνώστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαθραναγνώστης < λαθρ- + αναγνώστης

Ουσιαστικό

λαθραναγνώστης αρσενικό, λαθραναγνώστρια θηλυκό

  • αυτός που διαβάζει ένα έντυπο χωρίς να το έχει αγοράσει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.