τζάντζαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τζάντζαλο | τα | τζάντζαλα |
| γενική | του | τζάντζαλου | των | τζάντζαλων |
| αιτιατική | το | τζάντζαλο | τα | τζάντζαλα |
| κλητική | τζάντζαλο | τζάντζαλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τζάντζαλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τζάντζαλον (κουρέλι) < τζάντζαλος (κουρελιάρης) < πιθανόν αραβικής προέλευσης [djali] (αυτός που βγάζει τα ρούχα του, αναιδής, αναίσχυντος) με επανάληψη της πρώτης συλλαβής.[1] Δείτε την αραβική ρίζα [[د ج ل|]] (d-j-l).
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈd͡zan.d͡za.lo/
Ουσιαστικό
τζάντζαλο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το κουρέλι
- (στον πληθυντικό) τζάντζαλα: μικροπράγματα που δεν είναι πολύ χρήσιμα
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
τζάντζαλο
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.