τζάτζαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τζάτζαλο | τα | τζάτζαλα |
| γενική | του | τζάτζαλου | των | τζάτζαλων |
| αιτιατική | το | τζάτζαλο | τα | τζάτζαλα |
| κλητική | τζάτζαλο | τζάτζαλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τζάτζαλο < τζάντζαλο, με απερρίνωση [d͡zand͡z] > [d͡zad͡z]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈd͡za.d͡za.lo/
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.