τζάντζαλα μάντζαλα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
τζάντζαλα μάντζαλα → δείτε τις λέξεις τζάντζαλο και μάντζαλο στον πληθυντικό, Δείτε το μεσαιωνικό ἄντζαλα μάνταλα σάνταλα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈd͡zan.d͡za.la ˈman.d͡za.la/
Έκφραση
τζάντζαλα μάντζαλα ουδέτερο
- μικροπράγματα άχρηστα
- ↪ Ήρθε για να τη φιλοξενήσουμε δυο μέρες και κουβάλησε τζάντζαλα μάντζαλα στη βαλίτσα της για ένα μήνα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.