τζάνερο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τζάνερο | τα | τζάνερα |
| γενική | του | τζάνερου | των | τζάνερων |
| αιτιατική | το | τζάνερο | τα | τζάνερα |
| κλητική | τζάνερο | τζάνερα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τζάνερα
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈd͡za.ne.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζά‐νε‐ρο
Ουσιαστικό
τζάνερο ουδέτερο
- (φρούτο) το κορόμηλο
- ο γονιός τρώει το τζάνερο και το παιδί μουδιάζει (Λαϊκή παροιμία)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- τζάνερο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Κατά τον Μένο Φιλήντα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.