prune
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
prune
(en)
(
φρούτο
)
το αποξηραμένο
δαμάσκηνο
Ρήμα
prune
(en)
κλαδεύω
(
μεταφορικά
)
περιορίζω
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Επίθετο
prune
(fr)
(
χρώμα
)
το
βυσσινί
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
prune
prunes
prune
(fr)
θηλυκό
(
φρούτο
)
το
δαμάσκηνο
, το
κορόμηλο
,
(
οικείο
)
το
πρόστιμο
Επίθετο
ενικός
πληθυντικός
prune
prune
prune
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
άκλιτο
με
χρώμα
δαμάσκηνου
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.