τευτλοπαραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | τευτλοπαραγωγός | οι | τευτλοπαραγωγοί |
| γενική | του/της | τευτλοπαραγωγού | των | τευτλοπαραγωγών |
| αιτιατική | τον/την | τευτλοπαραγωγό | τους/τις | τευτλοπαραγωγούς |
| κλητική | τευτλοπαραγωγέ | τευτλοπαραγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
τευτλοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο άνθρωπος που παράγει τεύτλα
- Στην Ελασσόνα η τοπική Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών παράγει δοκιμαστικά βιοντίζελ από ελαιοκράμβη που καλλιεργούν οι αγρότες της περιοχής εγκαταλείποντας άλλες καλλιέργειες, που πλέον δεν επιδοτούνται σημαντικά, ενώ στον Έβρο έχει ξεκινήσει η δοκιμαστική παραγωγή καυσίμων από τεύτλα, από τους ίδιους τους τευτλοπαραγωγούς σε συνεργασία με ιδιώτες. (*)
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | τευτλοπαραγωγός | το | τευτλοπαραγωγό | ||
| γενική | του/της | τευτλοπαραγωγού | του | τευτλοπαραγωγού | ||
| αιτιατική | τον/την | τευτλοπαραγωγό | το | τευτλοπαραγωγό | ||
| κλητική | τευτλοπαραγωγέ | τευτλοπαραγωγό | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | τευτλοπαραγωγοί | τα | τευτλοπαραγωγά | ||
| γενική | των | τευτλοπαραγωγών | των | τευτλοπαραγωγών | ||
| αιτιατική | τους/τις | τευτλοπαραγωγούς | τα | τευτλοπαραγωγά | ||
| κλητική | τευτλοπαραγωγοί | τευτλοπαραγωγά | ||||
| Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
| ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
τευτλοπαραγωγός, -ος, -ο
- που παράγει τεύτλα
Μεταφράσεις
τευτλοπαραγωγός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.