τετραυγουστιανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετραυγουστιανός η τετραυγουστιανή το τετραυγουστιανό
      γενική του τετραυγουστιανού της τετραυγουστιανής του τετραυγουστιανού
    αιτιατική τον τετραυγουστιανό την τετραυγουστιανή το τετραυγουστιανό
     κλητική τετραυγουστιανέ τετραυγουστιανή τετραυγουστιανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετραυγουστιανοί οι τετραυγουστιανές τα τετραυγουστιανά
      γενική των τετραυγουστιανών των τετραυγουστιανών των τετραυγουστιανών
    αιτιατική τους τετραυγουστιανούς τις τετραυγουστιανές τα τετραυγουστιανά
     κλητική τετραυγουστιανοί τετραυγουστιανές τετραυγουστιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τετραυγουστιανός < τετρα- + αυγουστιανός

Επίθετο

τετραυγουστιανός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.