τετραγωνισμός του κύκλου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις τετραγωνισμός και κύκλος

Πολυλεκτικός όρος

τετραγωνισμός του κύκλου αρσενικό

  1. η κατασκευή με κανόνα και διαβήτη ενός τετραγώνου του οποίου το εμβαδό να είναι ίσο με αυτό ενός δοθέντος κύκλου
  2. (μεταφορικά) ένα πρόβλημα εξαιρετικά δύσκολο ή αδύνατο να λυθεί, κάτι το ακατόρθωτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.