τετραγωνισμός του κύκλου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
→ δείτε τις λέξεις τετραγωνισμός και κύκλος
Πολυλεκτικός όρος
τετραγωνισμός του κύκλου αρσενικό
- η κατασκευή με κανόνα και διαβήτη ενός τετραγώνου του οποίου το εμβαδό να είναι ίσο με αυτό ενός δοθέντος κύκλου
- (μεταφορικά) ένα πρόβλημα εξαιρετικά δύσκολο ή αδύνατο να λυθεί, κάτι το ακατόρθωτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.