τελματώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

τελματώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τελματώνω
  2. θα τελματώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τελματώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τελματώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τελμάτωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.