τρανής

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τρανής



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τρανής τὸ τρανές
      γενική τοῦ/τῆς τρανοῦς τοῦ τρανοῦς
      δοτική τῷ/τῇ τρανεῖ τῷ τρανεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν τραν τὸ τρανές
     κλητική ! τρανές τρανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τρανεῖς τὰ τραν
      γενική τῶν τρανῶν τῶν τρανῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς τρανέσ(ν) τοῖς τρανέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς τρανεῖς τὰ τραν
     κλητική ! τρανεῖς τραν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τρανεῖ τὼ τρανεῖ
      γεν-δοτ τοῖν τρανοῖν τοῖν τρανοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

τρανής, -ής, -ές

  1. ξεκάθαρος
  2. διακεκριμένος

Παράγωγα

  • τρανῶς

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.