τορεύω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
τορεύω
<
αρχαία ελληνική
τορεύω
<
τόρος
Ρήμα
τορεύω
(
λόγιο
)
σμιλεύω
,
γλύφω
ή
σφυρηλατώ
σχέδια
σε
μέταλλο
ή άλλο
υλικό
Συγγενικά
τόρευμα
τόρευση
τορευτά
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
→
δείτε
τη
λέξη
τόρος
Μεταφράσεις
τορεύω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.