speed

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
speed speeds

speed (en)

  1. η ταχύτητα
    She exceeded the speed limit.
    Υπερέβη το όριο ταχύτητας.
  2. η γρηγοράδα, η ιδιότητα του γρήγορου
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη speediness

Εκφράσεις

  • at the speed of light: με την ταχύτητα του φωτός

Ρήμα

ενεστώτας speed
γ΄ ενικό ενεστώτα speeds
αόριστος speeded, sped
παθητική μετοχή speeded, sped
ενεργητική μετοχή speeding
speeded (βρετανικό), sped (αμερικανικό)

speed (en)

  1. (αμετάβατο) ορμώ, κινούμαι γρήγορα
    He sped across the fields.
    Όρμησε μέσα από τα χωράφια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη dart
  2. (αμετάβατο, συνήθως στα continuous tenses) τρέχω με υπερβολική ταχύτητα, οδηγώ πιο γρήγορα από την ταχύτητα που επιτρέπεται από το νόμο
    He was speeding.
    Έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα.

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.