speed
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| speed | speeds |
speed (en)
- η ταχύτητα
- ↪ She exceeded the speed limit.
- Υπερέβη το όριο ταχύτητας.
- ↪ She exceeded the speed limit.
- η γρηγοράδα, η ιδιότητα του γρήγορου
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη speediness
Ρήμα
| ενεστώτας | speed |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | speeds |
| αόριστος | speeded, sped |
| παθητική μετοχή | speeded, sped |
| ενεργητική μετοχή | speeding |
| speeded (βρετανικό), sped (αμερικανικό) | |
speed (en)
- (αμετάβατο) ορμώ, κινούμαι γρήγορα
- (αμετάβατο, συνήθως στα continuous tenses) τρέχω με υπερβολική ταχύτητα, οδηγώ πιο γρήγορα από την ταχύτητα που επιτρέπεται από το νόμο
- ↪ He was speeding.
- Έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα.
- ↪ He was speeding.
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.