ταχυγραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταχυγραφία | οι | ταχυγραφίες |
| γενική | της | ταχυγραφίας | των | ταχυγραφιών |
| αιτιατική | την | ταχυγραφία | τις | ταχυγραφίες |
| κλητική | ταχυγραφία | ταχυγραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταχυγραφία (μαρτυρείται από το 1871)[1] < ταχυγράφος + -ία
Μεταφράσεις
ταχυγραφία
|
|
Αναφορές
- σελ. 982, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.