σησαμοπολτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σησαμοπολτός | οι | σησαμοπολτοί |
| γενική | του | σησαμοπολτού | των | σησαμοπολτών |
| αιτιατική | τον | σησαμοπολτό | τους | σησαμοπολτούς |
| κλητική | σησαμοπολτέ | σησαμοπολτοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σησαμοπολτός αρσενικό
- ο παχύρρευστος πολτός που προέρχεται από κατεργασία σπόρων σουσαμιάς, μετά την αποφλοίωση, έκθλιψη και την αφαίρεση του σησαμελαίου και που χρησιμοποιείται στη παρασκευή ταχινόσουπας, χαλβά. παστελιών κ.ά..
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
σησαμοπολτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.