ταφικών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ταφικών
- γενική πληθυντικού του ταφικός
- γενική πληθυντικού του ταφική
- γενική πληθυντικού του ταφικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.