ταπεινώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ταπεινώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ταπεινώνω
  2. θα ταπεινώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ταπεινώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ταπεινώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταπείνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.