ταντάλιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Ta
  • Ατομικός αριθμός : 73
  • Προηγούμενο = Hf
  • Επόμενο = W

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

ταντάλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική tantalum < αρχαία ελληνική Τάνταλος

Ουσιαστικό

ταντάλιο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταντάλιο τα ταντάλια
      γενική του ταντάλιου
& τανταλίου
των ταντάλιων
& τανταλίων
    αιτιατική το ταντάλιο τα ταντάλια
     κλητική ταντάλιο ταντάλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.