τανταλιούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τανταλιούχος | η | τανταλιούχα | το | τανταλιούχο |
| γενική | του | τανταλιούχου | της | τανταλιούχας | του | τανταλιούχου |
| αιτιατική | τον | τανταλιούχο | την | τανταλιούχα | το | τανταλιούχο |
| κλητική | τανταλιούχε | τανταλιούχα | τανταλιούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τανταλιούχοι | οι | τανταλιούχες | τα | τανταλιούχα |
| γενική | των | τανταλιούχων | των | τανταλιούχων | των | τανταλιούχων |
| αιτιατική | τους | τανταλιούχους | τις | τανταλιούχες | τα | τανταλιούχα |
| κλητική | τανταλιούχοι | τανταλιούχες | τανταλιούχα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
τανταλιούχος, -α, -ο
- (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο τανταλίου
Μεταφράσεις
τανταλιούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.