ύδρευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ύδρευση | οι | υδρεύσεις |
| γενική | της | ύδρευσης* | των | υδρεύσεων |
| αιτιατική | την | ύδρευση | τις | υδρεύσεις |
| κλητική | ύδρευση | υδρεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υδρεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ύδρευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕδρευ(σις) + -ση[1] < αρχαία ελληνική ὑδρεύω < ὕδωρ
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ύδρευση
|
|
Αναφορές
- ύδρευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.