ταμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ταμένος | η | ταμένη | το | ταμένο |
| γενική | του | ταμένου | της | ταμένης | του | ταμένου |
| αιτιατική | τον | ταμένο | την | ταμένη | το | ταμένο |
| κλητική | ταμένε | ταμένη | ταμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ταμένοι | οι | ταμένες | τα | ταμένα |
| γενική | των | ταμένων | των | ταμένων | των | ταμένων |
| αιτιατική | τους | ταμένους | τις | ταμένες | τα | ταμένα |
| κλητική | ταμένοι | ταμένες | ταμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ταμένος, παθητική μετοχή του ρήματος τάζω
Μετοχή
ταμένος, -η, -ο
- αυτός που αποτελεί αντικείμενο τάματος στο Θεό η σε άγιο
- Την είχαν ταμένη στην Αγία Βαρβάρα.
- ο αφιερωμένος σε (ιερό) σκοπό ή ιδέα
- Είναι ταμένος αντικομφορμιστής.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.