ταμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταμένος η ταμένη το ταμένο
      γενική του ταμένου της ταμένης του ταμένου
    αιτιατική τον ταμένο την ταμένη το ταμένο
     κλητική ταμένε ταμένη ταμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταμένοι οι ταμένες τα ταμένα
      γενική των ταμένων των ταμένων των ταμένων
    αιτιατική τους ταμένους τις ταμένες τα ταμένα
     κλητική ταμένοι ταμένες ταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταμένος, παθητική μετοχή του ρήματος τάζω

Μετοχή

ταμένος, -η, -ο

  1. αυτός που αποτελεί αντικείμενο τάματος στο Θεό η σε άγιο
    Την είχαν ταμένη στην Αγία Βαρβάρα.
  2. ο αφιερωμένος σε (ιερό) σκοπό ή ιδέα
    Είναι ταμένος αντικομφορμιστής.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.