τάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος τάζω
Ρήμα
τάζομαι
- γίνομαι αντικείμενο υπόσχεσης
- αφιερώνομαι στο Θεό ή σε άγιο
- ορκίζομαι πίστη και αφοσίωση σε κάτι
Μεταφράσεις
τάζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.