τάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος τάζω

Ρήμα

τάζομαι

  1. γίνομαι αντικείμενο υπόσχεσης
  2. αφιερώνομαι στο Θεό ή σε άγιο
  3. ορκίζομαι πίστη και αφοσίωση σε κάτι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.