ταγγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ταγγός | η | ταγγή | το | ταγγό |
| γενική | του | ταγγού | της | ταγγής | του | ταγγού |
| αιτιατική | τον | ταγγό | την | ταγγή | το | ταγγό |
| κλητική | ταγγέ | ταγγή | ταγγό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ταγγοί | οι | ταγγές | τα | ταγγά |
| γενική | των | ταγγών | των | ταγγών | των | ταγγών |
| αιτιατική | τους | ταγγούς | τις | ταγγές | τα | ταγγά |
| κλητική | ταγγοί | ταγγές | ταγγά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ταγγός, -ή, -ό και ταγκός
- κάρυα ταγγὰ πικρὰ μασηθέντα καὶ ἐπιχριόμενα (Αέτιος Αμιδηνός, ΣΤ.68.38)
Μεταφράσεις
ταγγός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.